- στερητικός
- στερητικόςhaving a negative qualitymasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στερητικός — ή, ό / στερητικός, ή, όν, ΝΜΑ [στερώ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην στέρηση 2. αυτός που εκφράζει στέρηση, αρνητικός, αποφατικός νεοελλ. φρ. α) «στερητικό μόριο» (γρομμ.) μόριο που τίθεται ως πρώτο συνθετικό λέξης και δηλώνει άρνηση,… … Dictionary of Greek
στερητικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στη στέρηση ή προκαλεί στέρηση. 2. «στερητικά μόρια», το α και αν στη γραμματική που χρησιμοποιούνται ως α’ συνθετικό και δηλώνουν άρνηση ή στέρηση εκείνου που δηλώνεται από το β’ συνθετικό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στερητικά — στερητικός having a negative quality neut nom/voc/acc pl στερητικά̱ , στερητικός having a negative quality fem nom/voc/acc dual στερητικά̱ , στερητικός having a negative quality fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερητικῶν — στερητικός having a negative quality fem gen pl στερητικός having a negative quality masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερητικόν — στερητικός having a negative quality masc acc sg στερητικός having a negative quality neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερητικαῖς — στερητικός having a negative quality fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερητικαί — στερητικός having a negative quality fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερητικοῖς — στερητικός having a negative quality masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερητικοί — στερητικός having a negative quality masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερητικοῦ — στερητικός having a negative quality masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)